- πολυβολώ
- πολυβόλησα1. πυροβολώ με πολυβόλο όπλο.2. μτφ., μιλώ σε κάποιον ακατάσχετα: Ώρα ολόκληρη με πολυβολούσε με ερωτήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυβολώ — Ν [πολυβόλος] βάλλω με πολυβόλο … Dictionary of Greek
μυδροβολώ — έω βάλλω με μυδραλιοβόλο, πολυβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + βολώ (< βόλος < βάλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
πολυβολητής — ο, Ν [πολυβολώ] στρατιώτης που έχει την ειδικότητα χειριστή πολυβόλου … Dictionary of Greek
πολυβόληση — η, Ν [πολυβολώ] βολή με πολυβόλο … Dictionary of Greek